- σφοδρόν
- σφοδρόςvehementmasc acc sgσφοδρόςvehementneut nom/voc/acc sgσφοδρόςvehementmasc/fem acc sgσφοδρόςvehementneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφοδρός — ή, ό / σφοδρός, ά, όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, όν, Α ορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ. δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς… … Dictionary of Greek
бързо — (42) нар. 1.Быстро, поспешно: ѥгда чьтеши книгы. не тъшти сѩ бързо иштисти до дроугы˫а главизны. Изб 1076, 1 об.; Зашедшю сл҃нцю не достоить мр҃твца хоронити. не рци тако борзо дѣлаѥмъ. нѣли како оуспѣѥмъ до захода. КН 1280, 525г; хожениѥ же ни… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οινοφαγία — οἰνοφαγία, ἡ (Α) το φαγοπότι, το να τρώει κανείς και συγχρόνως να πίνει κρασί («ἐκεράννυμεν τὸ σφοδρὸν τῆς οἰνοφαγίας», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φαγία (< φάγος*), πρβλ. χορτο φαγία] … Dictionary of Greek
πάθος — Κάθε πάθηση του οργανισμού. Λέγεται επίσης κάθε πάθημα, συμφορά, περιπέτεια αλλά και κάθε ακατανίκητη επιθυμία, ορμή, σαρκική ακράτεια. Στην Ψυχολογία π. λέγεται η συνεχής διάθεση ενός ανθρώπου για την επικράτηση κάποιας επιθυμίας του. Στην Τέχνη … Dictionary of Greek
ՍՐՈՒՆԿՆ 2 — (սրնկունք, կանց.) NBH 2 0763 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 11c գ. ՍՐՈՒՆՔ եւ ՍՐՈՒՆԳՆ կամ ՍՐՈՒՆԿՆ. κνήμη tibia, crus, sura σφόδρον, ρα malleolus pedis. (լծ. հյ. Կրուկ. կրունկն. լտ. սո՛ւրա, գռո՛ւս ). Որպէս թէ սրինգ. Սրնգաձեւ ոսկր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)